- οινεμπόριο(ν)
- το торговля винами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οινεμπόριο — το [οινέμπορος] 1. εμπόριο κρασιού 2. η εμπορική κίνηση που έχει σχέση με την παραγωγή και κατανάλωση κρασιού … Dictionary of Greek
οιναγορά — η 1. αγορά οίνων, οινεμπόριο 2. τόπος αγοραπωλησίας οίνου … Dictionary of Greek
Μένδη — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής. Βρισκόταν στη δυτική ακτή της χερσονήσου της Παλλήνης, στον Θερμαϊκό κόλπο. Ήταν πλούσια και ξακουστή για το οινεμπόριό της, αλλά υποτάχθηκε τον 5o αι. π.Χ. στους Αθηναίους και αργότερα πέρασε στη μακεδονική κυριαρχία … Dictionary of Greek